καινουργον

καινουργον
    καινουργόν
    τό новизна, новость Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "καινουργον" в других словарях:

  • καινουργόν — καινουργός producing changes masc/fem acc sg καινουργός producing changes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καινουργός — καινουργός, όν (Α) 1. αυτός που κάνει αλλαγές, που δημιουργεί ή φέρνει καινούργια πράγματα («καινουργὸς βασάνων», ΠΔ) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καινουργόν το νέο, το καινούργιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού καιν ουργ ής, κατά τα αρσενικά σε ος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»